- πάνειος
- -εία, -ον, ουδ. και πανεῑον, Α [Παν]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Πάνα2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Πάνειον και Πανεῑονο ναός τού Πανός3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Πάνειαεορτή τού Πανός στη Δήλο.
Dictionary of Greek. 2013.